- φθύζω
- Α(δωρ. τ.) τ. που απαντά μόνον ως β' συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. ἐπιφθύζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φτύνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιφθύζω — ἐπιφθύζω (Α) φτύνω για να αποφύγω μαγική επίδραση («καὶ λέγ’ ἐπιφθύζοισα τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω », Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φθύζω, παράλλ. τ. τού πτύω βλ. λ., που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο ρήμα] … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek